- ομοταφος
- ὁμόταφοςὁμό-τᾰφος2лежащий в одной могиле, похороненный вместе Aeschin.
ὁ. τοῦ σώματος Ὀσίριδος Plut. — погребенный вместе с телом Осириса
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὁ. τοῦ σώματος Ὀσίριδος Plut. — погребенный вместе с телом Осириса
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ομόταφος — ὁμόταφος, ον (Α) αυτός που έχει ταφεί μαζί με άλλον, ο θαμμένος μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ταφος (< θ. ταφ τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάφ ην), πρβλ. σύν ταφος] … Dictionary of Greek
ὁμόταφος — buried together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόταφον — ὁμόταφος buried together masc/fem acc sg ὁμόταφος buried together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτάφους — ὁμόταφος buried together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek